κύκλος

κύκλος
κύκλος, ([dialect] Dor. , v. infr. 11.11), also with heterocl. pl.
A

κύκλα Il.

, etc., v. infr.11.1, 3,9, 111.1:—ring, circle, ὅπποτέ μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, of the circle which hunters draw round their game, Od.4.792; κ. δέκα χάλκεοι (concentric) circles of brass on a round shield, Il.11.33, cf. 20.280; but ἀσπίδος κύκλον λέγω the round shield itself, A.Th.489, cf. 496,591.
2 Adverbial usages, κύκλῳ in a circle or ring, round about,

κ. ἁπάντῃ Od.8.278

;

κ. πάντῃ X.An.3.1.2

;

πανταχῇ D.4.9

;

τὸ κ. πέδον Pi.O.10(11).46

;

κ. περιάγειν Hdt.4.180

;

λίμνη . . ἐργασμένη εὖ κ. Id.2.170

;

τρέχειν κ. Ar.Th.662

;

περιέπλεον αὐτοὺς κ. Th.2.84

;

οἱ κ. βασιλεῖς X.Cyr.7.2.23

; ἡ κ. περιφορά, κίνησις, Pl.Lg.747a, Alex. Aphr.in Top.218.3: freq. with περί or words compounded there with, round about,

κ. πέριξ A.Pers.368

, 418;

περιστῆναι κ. Hdt.1.43

;

βωμὸν κ. περιστῆναι A.Fr.379

;

ἀμφιχανὼν κ. S.Ant.118

(lyr.);

περιστεφῆ κ. Id.El.895

;

περισταδὸν κ. E.Andr.1137

;

κ. περιϊέναι Pl.Phd.72b

, etc.;

τοῦ φλοιοῦ περιαιρεθέντος κ. Thphr.HP4.15.1

; so κ. περὶ αὐτήν round about it, Hdt.1.185;

περὶ τὰ δώματα κ. Id.2.62

; also κύκλῳ c. acc., without

περί, ἐπιστήσαντες κ. σῆμα Id.4.72

;

πάντα τὸν τόπον τοῦτον κ. D.4.4

: c.gen.,

κ. τοῦ στρατοπέδου X.Cyr.4.5.5

;

τὰ κ. τῆς Ἀττικῆς D.18.96

, cf. PFay. 110.7 (i A.D.), etc.: metaph., around or from all sides, S.Ant.241, etc.; κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχή all over, Pl.Phdr. 251d; τὰ κ. the circumstances, Arist.Rh.1367b29, EN1117b2; ἡ κ. ἀπόδειξις, of arguing in a circle, Id.APo.72b17, cf. APr.57b18: with Preps.,

ἐν κ. S.Aj.723

, Ph.356, E.Ba.653, Ar.V.432, etc.;

ἅπαντες ἐν κ. Id.Eq.170

, Pl.679: c. gen., E.HF926, Th.3.74;

κατὰ κύκλον Emp.17.13

.
II any circular body:
1 wheel, Il.23.340; in which sense the heterocl. pl. κύκλα is mostly used, 5.722, 18.375; τοὺς λίθους ἀνατιθεῖσι ἐπὶ τὰ κύκλα on the janker, IG12.350.47.
2 trencher, SIG57.32 (Milet., v B.C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).29 ([place name] Cos), Poll.6.84.
3 place of assembly, of the

ἀγορά, ἱερὸς κ. Il.18.504

;

ὁ κ. τοῦ Ζηνὸς τὠγοραίου Schwyzer 701

B6 (Erythrae, v B.C.); ἀγορᾶς κ. (cf. κυκλόεις) E.Or.919; of the amphitheatre, D.C.72.19.
b crowd of people standing round, ring or circle of people,

κ. τυραννικός S.Aj.749

; κύκλα χαλκέων ὅπλων, i.e. of armed men, dub. in Id.Fr.210.9, cf. X. Cyr.7.5.41: abs., E.Andr.1089, X.An.5.7.2 (both pl.), Diph.55.3.
c place in the ἀγορά where domestic utensils were sold, Alex.99.
4 vault of the sky,

ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ Hdt.1.131

, LXX 1 Es.4.34;

πυραυγέα κ. αἰθέρος h.Hom.8.6

, cf. E.Ion1147;

ὁ ἄνω κ. S.Ph.815

;

ἐς βάθος κύκλου Ar.Av.1715

;

νυκτὸς αἰανὴς κ. S.Aj.672

; γαλαξίας κ. the milky way, Placit.2.7.1, al., Poll.4.159; also

ὁ τοῦ γάλακτος κ. Arist. Mete.345a25

;

πολιοῖο γάλακτος κ. Arat.511

.
b μέγιστος κ. great circle, Autol.Sph.2, al.;

μ. κ. τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ Archim.Sph.Cyl.1.30

, cf. Gem.5.70
; κ. ἰσημερινός, θερινός, etc., Ph.1.27;

χειμερινός Gem.5.7

, Cleom.1.2; ἀρκτικός, ἀνταρκτικός, Gem.5.2,9;

ὁ κ. ὁ τῶν ζῳδίων Arist. Mete.343a24

; ὁ ὁρίζων κ. the horizon, Id.Cael.297b34; παράλληλοι κ., of parallels of latitude, Autol.Sph.1: in pl., the zones, Stoic.2.196.
5 orb, disk of the sun and moon,

ἡλίου κ. A.Pr.91

, Pers.504, S.Ant.416;

πανσέληνος κ. E.Ion 1155

; μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου (sc. τῆς σελήνης) Hdt.6.106: in pl., the heavenly bodies, IG14.2012A9 (Sulp. Max.).
6 circle or wall round a city, esp. round Athens,

ὁ Ἀθηνέων κ. Hdt.1.98

, cf. Th.2.13, etc.;

οὐχὶ τὸν κ. τοῦ Πειραιῶς, οὐδὲ τοῦ ἄστεως D.18.300

.
b circular fort, Th.6.99, al.
7 round shield, v. sub init.
8 in pl., eye-balls, eyes, S.OT1270, Ph.1354;

ὀμμάτων κ. Id.Ant.974

(lyr.): rarely in sg., eye,

ὁ αἰὲν ὁρῶν κ. Διός Id.OC704

(lyr.).
9 οἱ κ. τοῦ προσώπου cheeks, Hp.Morb.2.50;

κύκλα παρειῆς Nonn.D.33.190

, 37.412; but κύκλος μαζοῦ, poet. for μαζός, is f.l. in Tryph.34.
10 κ. ἐλαίης an olive wreath, Orph.A.325 (pl.).
11 cycle or collection of legends or poems,

κύκλον ἱστορημέναν ὑπὲρ Κρήτας GDI5187.9

([place name] Crete); esp. of the Epic cycle,

ὁ ἐπικὸς κ. Ath. 7.277e

, Procl. ap. Phot.Bibl.p.319 B., cf. Arist.Rh.1417a15; of the corpus of legends compiled by Dionysius Scytobrachion, Ath.11.481e, cf. Sch. Od.2.120; κ. ἐπιγραμμάτων Suid.s.v. Ἀγαθίας; cf.

κυκλικός 11

.
III circular motion, orbit of the heavenly bodies,

κύκλον ἰέναι Pl.Ti.38d

;

οὐρανὸς . . μιᾷ περιαγωγῇ καὶ κύκλῳ συναναχορεύει τούτοις Arist.Mu.391b18

; revolution of the seasons,

ἐνιαυτοῦ κ. E.Or. 1645

, Ph.477; τὸν ἐνιαύσιον κ. the yearly cycle, ib.544;

ἑπτὰ . . ἐτῶν κ. Id.Hel.112

; μυρία κύκλα ζώειν, i.e. years, AP7.575 (Leont.): hence κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὶ πρηγμάτων human affairs revolve in cycles, Hdt.1.207;

φασὶ . . κύκλον εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα Arist.Ph.223b24

, al.;

κ. κακῶν D.C.44.29

; κύκλου ἐξέπταν, i.e. from the cycle of rebirths, Orph.Fr.32c.6.
b ἐν τοῖς κ. εἶναι to be in train, of an affair, PEleph.14.24 (iii B.C.).
2 circular dance (cf. κύκλιος)

, χωρεῖτε νῦν ἱερὸν ἀνὰ κ. Ar.Ra.445

, cf. Simon.148.9, E.Alc.449 (lyr.).
3 in Rhet., a rounded period,

περιόδου κύκλος D.H.Comp.19

, cf. 22, 23.
b period which begins and ends with the same word, Hermog.Inv.4.8.
4 in Metre, a kind of anapaest, v.l. for κυκλικός in D.H.Comp.17.
IV sphere, globe, Pl.Lg.898a. [[pron. full] by nature, S.Ant.416, Aj.672, etc., but freq. long by position in Hom. and Trag.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύκλος — ring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… …   Dictionary of Greek

  • Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… …   Deutsch Wikipedia

  • αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα …   Dictionary of Greek

  • γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… …   Dictionary of Greek

  • εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων …   Dictionary of Greek

  • επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”